Δεν μου αρέσουν οι συγκρίσεις. Συνήθως χαρακτηρίζονται από ένα κλίμα φανατικού εγωισμού και τις περισσότερες φορές επιφέρουν περισσότερη γκρίνια και δυσανασχέτηση παρά ουσιαστικά αποτελέσματα. Ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για μια ταινία η οποία έχει την ατυχία να βραβεύεται με ένα χρυσό αγαλματίδιο και στην συνέχεια καλείται να το επαληθεύσει, αποδεικνύοντας την αξία της. Η (δια)φήμιση όμως μιας ταινίας δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στις βραβεύσεις και τις διακρίσεις αλλά πρώτα απ’ όλα στο περιεχόμενό της. Το «Μυστικό στα Μάτια της» είναι μια ασύγκριτη - από πολλές απόψεις - ταινία.
Για αυτούς που αντιλαμβάνονται τον κινηματογράφο ως κάτι παραπάνω από μια διασκεδαστικά λαϊκή τέχνη, για αυτούς που χαίρονται, λυπούνται, χαμογελάνε και δακρύζουν, για εκείνους που ρουφάνε και απολαμβάνουν τις ταινίες σαν ναρκωτικό, υπάρχουν κάποιες υπερμεγέθεις στιγμές στην ταινία του J. J. Campanella οι οποίες μένουν αξέχαστες. Κάποια αριστοτεχνικά παιχνίδια της κάμερας, μερικές σκοτεινές γωνίες, κάποιες άλλες, περισσότερο φωτεινές, το επικό εξάλεπτο πλάνο του γηπέδου (που σε αφήνει με το… μάτι ανοιχτό), μερικές περίτεχνα καθοριστικές λεπτομέρειες στα βλέμματα και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι σκηνοθετικές ικανότητες του αργεντινού είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακές, το ταλέντο και η φαντασία του βρίσκονται στα ύψη, λεπτομέρειες που είναι ικανές να μετατρέψουν την απλή θέαση της ταινίας σε ασυνήθιστη ηδονική προβολή. Ωστόσο, μια ασύγκριτη ταινία δεν είναι (μόνο) αυτό.
Το secreto de sus ojos ξεκινάει από το σήμερα για να αφηγηθεί το χθες με τρόπο διεισδυτικό, με τρόπο μαγικό. Εικοσιπέντε χρόνια πριν μια νεαρή γυναίκα βιάζεται και δολοφονείται, με τον θάνατός της να αντηχεί έναν χαμένο έρωτα, μια χαμένη ευτυχία που δεν πρόλαβε να ανθίσει. Με την αφορμή ενός βιβλίου, εκείνος θα γυρίσει πίσω στο χρόνο, τότε που ερευνούσε την υπόθεση, ψάχνοντας τις χαμένες απαντήσεις που ποτέ δεν πήρε, εκείνες που μοιάζουν με χαμένες σκηνές ενός μισοτελειωμένου film της δεκαετίας του ‘70. Τότε που μοναδικοί του σύμμαχοι ήταν οι αλάνθαστες εικασίες ενός παραληρούντος - αλλά αφοσιωμένου - μέθυσου φίλου και η ευφυΐα εκείνης, της φιλόδοξης και όμορφης δικηγόρου με το ακαταμάχητο χαμόγελο (που όμως πρέπει να κερδίσει για να καταφέρει να αντικρίσει).
Με συζητήσεις στο παρόν για το τι μπορεί να είχε συμβεί και συνεχόμενα flashbacks στο παρελθόν για το τι πραγματικά συνέβη, η ταινία είναι πλημμυρισμένη από αλήθειες και νοήματα, μετουσιωμένα στις κινήσεις, τις εκφράσεις και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών. Από την φαινομενικά πρόωρη ανακάλυψη του ενόχου μέχρι τον ανέκφραστο αλλά παραμένοντα έρωτα, η πραγματικότητα βρίσκεται εκεί, αδιαμφισβήτητη και σθεναρή, όμως για να την αντιληφθείς (και να την αποδεχτείς) θα πρέπει να κοιτάξεις μέσα στα μάτια των πρωταγωνιστών, να κατανοήσεις εκείνα που δεν λέγονται με λέξεις. Γιατί τα μάτια μπορεί να παραμένουν σιωπηλά, λένε όμως όσα δεν μπορούν να ειπωθούν, εκφράζουν όσα δεν επιτρέπει η λογική να εκφραστούν. Τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια.
Για μια ταινία που ξεκινάει με εκείνη να κοιτάζει εκείνον μέσα σε ένα τρένο να φεύγει μακριά χωρίς να μπορεί να το(ν) σταματήσει, μπορείς εύκολα να υποψιαστείς ότι το αποτρόπαιο έγκλημα στο οποίο βασίζεται η πλοκή δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αφορμή που ψάχνει ο Campanella για να αφηγηθεί μια παράπλευρη και επίσης ανολοκλήρωτη ιστορία, μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση για μια ιδιαίτερη αγάπη που έμεινε ανεκδήλωτη, αλλά ταυτόχρονα αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Μια αγάπη που έψαχνε απλά την αφορμή για να επαληθευτεί και να εκδηλώσει την ειλικρίνεια του χαρακτήρα της, το μεγαλείο της διαχρονικότητάς της.
Και έπειτα έρχεται το αποκαλυπτικό φινάλε, σφοδρός απόηχος του χαμένου έρωτα και της χαμένης ευτυχίας, αλλά ταυτόχρονα αποθέωση των αιώνιων συναισθημάτων ενός ανθρώπου που δεν ξεχνά, ένα φινάλε που υμνεί εξίσου την ανθρωπιά και την απανθρωπιά, την αγάπη και το μίσος, μετατρέποντας την ταινία σε μια μεγαλειώδη σπουδή πάνω στην πραγματική και ισόβια – γιαυτό και ασύγκριτη – αγάπη. Μια ταινία η οποία θα χαρίσει σε εκείνον την δυνατότητα να αντικρίσει επιτέλους το ακαταμάχητο χαμόγελο που για εικοσιπέντε χρόνια επιθυμούσε, προτού όλα καταλήξουν να είναι μια νοσταλγική ανάμνηση, ή ακόμα, η ανάμνηση μιας ανάμνησης.
“Te amo…”
Υ.Γ. Το κείμενο είναι ευγενική χορηγία του cinenoxoi.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου